καρσιλαμάς

καρσιλαμάς
ο
(λ. τουρκ.), είδος αντικριστού λαϊκού χορού: Χορεύει καρσιλαμά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καρσιλαμάς — Χορός προερχόμενος από την Ανατολή. Θεωρείται παραλλαγή της αρχαίας πυρριχίου ορχήσεως, η οποία είχε διασωθεί από τους Βυζαντινούς. Η παραλλαγή συντελέστηκε με την ανάμειξη στοιχείων από τους χορούς των Ζεϊμπέκων. Ο κ. είναι ζωηρός, γοργός,… …   Dictionary of Greek

  • Karşılama — ( tr. karşılama, Greek:Καρσιλαμάς) is a Turkish dance of unsure origins found in the Balkans and Anatolia. It literally means face to face greeting . Karsilamas is a couple dance that is still danced in what was the former Byzantine and Ottoman… …   Wikipedia

  • Horon (dance) — Music of Greece General topics Ancient • Byzantine • Néo kýma • Polyphonic song Genres Entehno • Dimotika • Hip hop • Laïko • …   Wikipedia

  • Dimitris Semsis — (griechisch Δημήτρης Σέμσης; Künstlername Salonikios Σαλονικιός; * ca. 1881 in Stromnitsa Στρώμνιτσα; Osmanisches Reich, Vilayet Thessaloniki (Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης), heute Mazedonien; † 13. Januar 1950 in Athen), war ein griechischer… …   Deutsch Wikipedia

  • Dimitris Semsis (Salonikios) — Dimitris Semsis (griechisch Δημήτρης Σέμσης, Künstlername Salonikios Σαλονικιός, * ca. 1881 in Stromnitsa Στρώμνιτσα; Osmanisches Reich, Vilayet Thessaloniki (Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης), heute Mazedonien; † 13. Januar 1950 in Athen), war ein… …   Deutsch Wikipedia

  • Salonikios — Dimitris Semsis (griechisch Δημήτρης Σέμσης; Künstlername Salonikios Σαλονικιός; * ca. 1881 in Stromnitsa Στρώμνιτσα; Osmanisches Reich, Vilayet Thessaloniki (Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης), heute Mazedonien; † 13. Januar 1950 in Athen), war ein… …   Deutsch Wikipedia

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • αντικριστός — ή, ό επίρρ. ά καρσιλαμάς, χορός που χορεύεται από ζευγάρια, τα οποία αντικρίζουν το ένα το άλλο: Χόρεψαν πολλούς χορούς, ανάμεσα σ αυτούς κι αντικριστό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”